- ῥιπίζεται
- ῥῑπίζεται , ῥιπίζωblow uppres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρίπιστος — εὐρίπιστος, ον (ΑΜ) ασταθής, ευμετάβλητος αρχ. (για φλόγες) αυτός που ριπίζεται, που πάει από δω κι από κει. επίρρ... εὐριπίστως (Μ) με αστάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ριπίζω] … Dictionary of Greek